ἀσπραδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπραδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπραδάκι τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀσπράδι.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ λευκὴ κηλίς, μικρὸν λευκὸν στίγμα πολλαχ. 2) Ὁ μεταξοσκώληξ ἐν τῇ δευτέρᾳ βαθμίδι τῆς ἐξελίξεώς του ὅτε λευκαίνεται ἡ μαύρη κεφαλή του Πελοπν. (Λακων.) Συνων ἀσπράδι 7, ἀσπροκέφαλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA