ἀσπρίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπρίλα ἡ, κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
1) Λευκότης κοιν.: Ἡ ἀσπρίλα τοῦ τοίχου-τοῦ χιˬονιˬοῦ κττ. Ἔχει ἀσπρίλα ᾿ς τὴ γλῶσσα. Ἔχει τὸ δέρμα της μιˬὰ ἀσπρίλα ποὺ κἀμμιˬὰ ἄλλη δὲν τὴν ἔχει. Τὰ σπίτιˬα ἔχουν μιˬὰν ἀσπρίλα ποῦ θαρεῖς ὅτι εἶναι σὰν χιˬόνι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπράδα 1. β) Ἡ ἐξ ἀλλοιώσεως χρωματισμοῦ λευκότης Λεξ. Δημητρ.: Τὸ ροῦχο πῆρε ἀσπρίλα. γ) Ὡχρότης Λεξ. Δημητρ.: Ἡ ἀσπρίλα του δὲν εἶναι καλὸ σημάδι. Ἡ ἀσπρίλα τοῦ νεκροῦ. 2) Περιληπτικῶς τὸ γάλα καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ παραγόμενα οἷον τὸ ὀξύγαλα, ἡ μυζἠθρα, ὁ τυρὸς Ἰων. (Ἀλάτσατ.) 3) Τὸ νεφέλιον τοῦ κερατοειδοῦς χιτῶνος τοῦ ὀφθαλμοῦ Σέριφ.: Νά ’τά dρόπος νά ’φευγε ἡ ἀσπρίλα ἀπὲ τὸ μάτι μου! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπράδα 1γ. 4) Νόσημα τῶν φυτῶν καθ’ ὃ παράγεται ἐπὶ τῶν φύλλων λευκὴ γλοιώδης κόνις, ἡ ἐρυσίβη. Συνών. στάχτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA