ἀσπροσάλιˬακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροσάλιˬακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσπροσάλιˬακας ὁ, Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ἀπροσάλιˬακας αὐτόθ. ἀσπροσάλιˬαgας Νάξ. (Κορων. Σαγκρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος και του οὐσ. σάλιˬακας. Τὸ ἁπροσάλιˬακας κατ᾽ ἀνομοιωτικὴν ἀποβολὴν τοῦ σ.

Σημασιολογία

Εἶδος κοχλίου μὲ λευκὸν κέλυφος. Συνών. ἀσπροσαλιˬάκι, ἀσπρούδι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/