ἀσταρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσταρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσταρίζω ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,467.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστάρι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὑπενδύω ἔνδυμά τι μὲ ἀστάρι. Συνών. ἀσταρώνω 1, φοδράρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/