ἀστραποκοπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποκοπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραποκοπῶ ΜΤσιριμώκ. Σονέττ. 48 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ καὶ τῆς καταλ. –κοπῶ.
Σημασιολογία
Ἐκπέμπω μαρμαρυγὰς, λάμπω ἰσχυρῶς: 'Αστραποκοποῦσαν ’πάνω της τὰ φλωριˬὰ Λεξ. Δημητρ. 'Αστραποκοπᾷ τὸ σπίτι ἀπὸ τὴν πάστρα αὐτόθ. || Ποίημ. Ἔρχεται ὥρα ὁ ἄνθρωπος ποῦ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσῃ, σὰν τὸ φτερὸ τοῦ θάνατου μπρός του ἀστραποκοπᾷ ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀντηλοκοπῶ, ἀσημοκοπῶ, ἀστραποβολῶ 1β, ἀστραπολογῶ, ἀστραφταλίζω, ἀστραφταλωκοπῶ, ἀστράφτω Α2, ἀστραφτωγυˬαλοκοπῶ, ἀστραφτωκοπῶ, ἀστραφτωμαχῶ, λαμποκοπῶ, λάμπω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA