ἀτάραχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτάραχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτάραχος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀνατάραχος ΜΜαλακάσ. Ἀσφόδ. 83 ἀντάραχο Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀτάραχος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ταρασσόμενος, ὁ μὴ θορυβούμενος, ἤρεμος, γαλήνιος ἔνθ’ ἀν.: Ἀτάραχη ζωὴ - θάλασσα. Ἀτάραχος ὕπνος. Ἄκουσε τὴν κατηγορία - την καταδίκη του ἀτάραχος. ᾿Εγὼ τοῦ μιλάω κιˬ αὐτὸς μένει ἀτάραχος λογ. σύνηθ. Ἦταν ἀτάραχη καλοκαιρινὴ βραδε͜ιὰ Πολυλ. 69. || Φρ. Ἄμαχο τζ’ ἀντάραχο (ἐπὶ φιλησύχου ἀνθρώπου) Τσακων. || Ποιήμ. Κοιμᾶται ἡ λίμνη ἀτάραχη καὶ ’ς τοῦ γιˬαλοῦ τὴν ἄκρη ἀκούεται γλυκὰ γλυκὰ λίγος ἀφρὸς νὰ παίζῃ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,46. Ὁ βράχος μένει ἀτάραχος, ὀρθός, ξεσκεπασμένος ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,144. Συνών. ἀτάραχτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA