ἀτσαλοσίδερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλοσίδερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτσαλοσίδερο τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀτσάλι καὶ σίδερο.

Σημασιολογία

Χάλυψ: Σφαῖρες ἀπὸ ἀτσαλοσίδερο Συνών. ἀτσάλι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/