ἀφάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀφάλι τό, ἀφ-φάλιν Κύπρ. ἀφ-φάλ-λιν Κύπρ. ἀφάλι πολλαχ. ἀφάλι Πόντ. (Ὄφ.) ἀφάλ’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀφ-φάλι Εὔβ. (Ἀνδρων.) Ἰκαρ. Κάρπ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Μεστ. Πυργ.) ἀφ-φάλ-λι Εὔβ. (Κουρ.) Κάλυμν. ἀρφάλιν Κύπρ. ’φάλι Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. (Πρίν. Σητ. κ.ἀ.) 'φά’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. ’φ-φάλ-λιν Μεγίστ. νουφαλὶ Θεσσ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. ἀφάλι, παρ᾿ ὃ καὶ τύπ. ἀφάλιν παρὰ Μαχαιρᾷ, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ὀμφάλιον. Ὁ τύπ. ’φάλι καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὀμφαλὸς τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζῴων ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Λύνεται τ᾿ ἀφάλι (ἐπὶ στομαχικῆς ἢ γαστρικῆς παθήσεως ἀποδιδομένης εἰς πτῶσιν τοῦ ὀμφαλοῦ) πολλαχ. Ἐπ-πεσεν τ᾿ ἀφ-φάλιν μου (ἐπὶ τῆς αὐτῆς παθήσεως) Κύπρ. Γυρίζω τ᾽ ἀφάλι (ἐπὶ ἐνεργείας τινὸς πρὸς θεραπείαν τῆς ἀνωτέρω παθήσεως) πολλαχ. Ἀποὺ τὸ ’φάλι dου πόρισε τὸ φαεῖ (ἔφαγε πολὺ) Κρήτ. Κατουρᾷ ’ποῦ τ᾽ ἀφφάλιν (εἶναι εὐφυέστατος) Κύπρ. || Αἴνιγμ. Δυˬὸ ἀδέρφιˬα, δυˬὸ κεφάλιˬα μ᾿ ἕν᾿ ἀφάλι (ἡ ψαλὶς) Πελοπν. (Κέρτ.) || ᾎσμ. Ἀνάμεσα ᾽ς τὰ στήθηˬα σου | Μάις μὲ τὰ λουλούδιˬα, τὸ ’φάλι σου τριαντάφυλλο | καὶ τὰ βυζιˬά σου κρῖνα Ἤπ. 2) Ὁ ὀμφάλιος λῶρος πολλαχ.: Κόβω τ᾿ ἀφάλι πολλαχ. || Φρ. Ἀπῶσταν ἐκόπη τὸ ’φ-φάλ-λιν μου (ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθην) Μεγίστ. Σοῦ φαίνεται καὶ ᾿κεῖ τοῦ κόψανε τ’ ἀφάλι (ἐπὶ ἀνθρώπου συχνάζοντος εἴς τινα τόπον, διότι πιστεύεται ὅτι ὁ τόπος ὅπου ἀπορρίπτεται ὁ ὀμφάλιος λῶρος γίνεται προσφιλὴς εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ἰδ. Λαογρ. 3 <1911> 698 κἑξ) Κεφαλλ. 'Κεῖ ποῦ σοῦ ᾽κοβαν τ᾿ ἀφάλι | δὲν σοῦ ’κόβαν τὸ κεφάλι; (προτιμότερον ν᾿ ἀπέθνησκες εὐθὺς μετὰ τὴν γέννησίν σου) Πελοπν. (Ἄργ.) Ἐκόπην τ᾽ ἀφ-φάλιν του ᾿ς αὐτὴ τὴ δουλειὰ (τὴν γνωρίζει ἀπὸ μικρός, ἤτοι καλῶς) Σύμ. Συνών. ἀφαλίσκος. 3) Ὁ μετὰ τὸν τοκετὸν ἐξερχόμενος ὑμὴν τοῦ ἐμβρύου, τὸ χόριον Πόντ. (Ὄφ.) Συνών. ἀδέρφι 2, ἀκόλουθο 2, συντρόφι, ταίρι, ὕστερο. 4) Ἐπίδεσμος ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ τοῦ βρέφους μετὰ τὴν ἀποκοπὴν τοῦ ὀμφαλίου λώρου Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Συνών. ἀφαλίτης 1, ἀφαλοπάννι. β) Τὸ περὶ τὸν ὀμφαλὸν μέρος τοῦ ὑποκαμίσου Ρόδ. 5) Τὸ κέντρον σώματος ἢ τόπου τινος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ. κ.ἀ. – ΑἘφταλ. Μετάφρ. Ὀδυσσ. μ 283: Τ᾿ ἀφάλι dοῦ ψωμιοῦ Ἀπύρανθ. Τ᾽ ἀφ-φάλι dοῦ ροδιˬοῦ Σύμ. Τῆς θάλασσας τ' ἀφάλι ΑἘφταλ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀρχ. ὀμφαλὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς χρήσεως Ὁμ. α 50 «νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, ὅθι τ᾿ ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης» β) Ἡ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἄνω μυλολίθου ὀπὴ διὰ τῆς ὁποίας κατέρχεται τὸ πρὸς ἄλεσιν γέννημα Ἴκαρ. γ) Ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ κάτω μυλολίθου σιδηροῦς ἄξων Ἴκαρ. Κύὓηρ. Πελοπν. (Λακων.) - Λεξ. Βλαστ. 333. Συνών. ἀφαλοσίδερο, σιδεράφαλο 6) Τὸ μέσον χρονικῆς τινος περιόδου Κύπρ. Ἀφ-φάλιν τοῦ καλοταιρκοῦ - τοῦ ειμῶνα κττ. Κύπρ. 7) Καταβόθρα τῶν ὑδάτων τῆς βροχῆς Σκῦρ.: ’Σ τὸ δεῖνα μέρος φαίνεται τ᾽ ἀφάλι π’ χάνονται τὰ νερά. Συνών. χῶνος. 8) Καταπακτὴ Ἴμβρ.: Ἀπ᾽ τοὺ φά’ κατ’βαίνουμ’ ᾽ς τοὺ κατώ’. Συνών. κλαβανή. 9) Τὸ κάλλιστον, τὸ σπουδαιότατον μέρος Εὔβ. (Ἀνδρων. Κουρ.) Κύθν. Μεγίστ. Σίφν.: Αὐτὸς εἶναι τὸ ’φ-φάλ-λιν τῆς πατρίδας μας Μεγίστ. Αὐτὸ τὸ λιβάδι εἶναι ἀφάλι Κύθν. Τὸ χτῆμα μου εἶναι ἀφ-φάλι, τὰ δικά σου εἶναι νεροφαγώματα Ἀνδρων. Αὐτὸ τὸ χωράφι εἶναι τ᾽ ἀφάλι τοῦ λαγκαδιˬοῦ Σίφν. 10) Εἶδος κογχυλίου Κρήτ. Πβ. ἀφαλούδι 2. 11) Τύχη, μοῖρα Κρήτ.: Φρ. Ἀνοίγω ᾽φάλι (βλέπω διὰ κυάμων, παιγνιοχάρτων κττ. τὴν τύχην). Πβ. ἀφαλός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/