ἀφαλοσίδερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαλοσίδερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφαλοσίδερο τό, Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφάλι καὶ σίδερο.
Σημασιολογία
Ὁ εἰς τὸ κέντρον τοῦ κάτω μυλολίθου σιδηροῦς ἄξων περὶ τὸν ὁποῖον στρέφεται ὁ ἄνω λίθος. Συνών. ἀφάλι 5γ, σιδεράφαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA