ἀφιˬόνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφιˬόνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀφιˬόνι τό, ἀφιˬόνιν Λυκ. (Λιβύσσ) ἀφιˬόνι κοιν. ἀφιˬόν’ βόρ. ἰδιώμ. ἀφιˬόν’ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφκιˬόνιν Κύπρ. ἀφκιˬόνι Μεγίστ. Χίος (Καρδάμ.) ἀφκιˬό’ Θεσσ. Μακεδ. ἀφτσόνι Κάσ. ἀφχιˬόνιν Κύπρ. ἀφχιˬόνι Πελοπν. (Μάν.) ἀφχιˬό’ Β. Εὔβ. ἀφιˬάμι Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. αfyon, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. Ἑλλην. ὄπιον. ᾽Ιδ. GMeyer Etym. Wört. alb. Spr. 3 καὶ AMaidhof ἐν Glotta 10,8.

Σημασιολογία

1) Ὁ ναρκωτικὸς ὀπὸς τοῦ φυτοῦ μήκωνος, τὸ ὄπιον ἢ μυκώνιον ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Δὲν ἕσκασε τ᾿ ἀφιˬόνι (ἐπὶ καρώσεως ἰδίως ἀπὸ ὕπνου ἢ μέθης) σύνηθ. Σὰν νὰ ἔχῃ πιˬωμένο ἀφιˬόνι (ἐπὶ τοῦ βαθέως κοιμωμένου) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Θὰ σὲ κάνω νὰ φάς ἀφιˬόνι (διὰ νὰ λησμονήσῃς τὴν τιμωρίαν) Πελοπν. (Ἀργολ.) Πίν-νει ἀφιˬόνι (δὲν γνωρίζει τί κάμνει) Σύμ. Δὲν τρώου ’γὼ ἀφιˬό’ γιˬὰ νὰ μι᾽ γελάῃς ἰσὺ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἀφιˬόνιˬα βγά’ ἡ γλῶσσα του (εἶναι πολὺ θυμωμένος) Μύκ. Ἔγινε ἀφιˬόνι ᾿πὲ τὸ θυμό του Θρᾴκ. 2) Τὸ φυτὸν ἐκ τοῦ ὁποίου λαμβάνεται τὸ ὄπιον, μήκων ὁ ὑπνοφόρος (papaver somniferum) τοῦ γένους τῶν μηκώνων, τῆς τάξεως τῶν μηκωνωδῶν (papaveraceae) ἔνθ’ ἀν. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/