ἀψήφιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψήφιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψήφιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀψήφ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀψήφητος Καππ. ἀψήχιστος Ἤπ. ἀψήχ’τους Ἤπ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀψήφιστος. Τὸ ἀψήφητος κατὰ τὰ ἐκ τῶν περισπωμένων ρημάτων παραγόμενα.
Σημασιολογία
Α) Παθητ. 1) Ὁ μὴ λαβὼν ψήφους ἐν ἐκλογῇ, ὁ μὴ ψηφισθεὶς σύνηθ.: Ὁ δεῖνα ἔμεινε ’ς τοὶς ἐκλογὲς ἀψήφιστος. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ὑπολογίζει τις, ὁ ἀνάξιος προσοχῆς, εὐτελὴς Εὔβ. (Καλύβ.) Ἤπ. Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Λευκ. Μακεδ. Ρόδ. Χίος: ᾎσμ. Καὶ ὡς ἄνθρωπον ἀψήφιστον ἔτσι τόν ἀψηφοῦσαν Λευκ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ ΓΧορτάτζ. Ἐρωφίλ. πρόλ. 31 (ἕκδ. ΣΞανθουδ.) «Ὄλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλ’ ἀπὸ μὲ χαθῆκα, | χῶμα γινῆκ’ ἀψήφιστο κ’ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα». Συνών. ἄψηφος. 3) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ μετρήσῃ, ἀμέτρητος Καππ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πόντ. (Κερασ.): Ἀψήφιστος λαὸς Κερασ. Ἀψήφιστα γρόσα αὐτοθ || ᾎσμ. Ἀμέτρητα τὰ ξέβαλε κι άψήφιστα τὰ δῶκε Καππ. Διὰ τὴν σημασίαν πβ. Ἡσύχ. «ἄψηφον· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄπειρος (ΙΙ). Β) Ἐνεργ. 1) Ὁ μὴ ψηφίσας, ὁ μὴ ἐκλέξας διὰ ψήφου σύνηθ. Ἡ σημ. ἤδη ἀρχ. Πβ. Ἀριστοφ. Σφῆκ. 762 «ἵν’ ὁ κῆρύξ φησι τίς ἀψήφιστος; ἀνιστάσθω». 2) Ὁ μὴ ὑπολογίζων τὸν κίνδυνον, ἄφοβος Κωνπλ. Ρόδ. Χίος –Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀψήφιστος ἀρχηγὸς Λεξ. Πρω. Τέτο͜ιον ἀψήφιστον ἄνθρωπον δὲν εἶδαν τὰ μάτιˬα μου Χίος. Συνών. ἀψηφισιˬάρις. 3) Ὑπεροπτικός, θρασύς, αὐθάδης Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Σύμ. β) Ἀπρεπής, ἀνάρμοστος Κρήτ. Ἠ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 964 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «πῶς τό ’παθ’ ἔτοιο λογισμὸ ἀψήφιστο νὰ βάλῃ;» 4) Ἀδιάφορος, ἀμελὴς σύνηθ.: Τι ἀψήφιστος ἄνθρωπος ποῦ εἶναι! β) Ἀπρόσεκτος Κύθν. 5) Ἀκατάστατος Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA