ἄψυχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄψυχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄψυχα ἐπίρρ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄψυχος.

Σημασιολογία

Χωρὶς ψυχήν, ἀτόνως, ἀσθενῶς: Δουλεύει-μιλεῖ-περπατεῖ ἄψυχα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/