βαβάκαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβάκαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαβάκαν τό, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) βοβάκαν Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. βάβαξ=φλύαρος. Ἰδ. DOekonomides Lautlehre des Pont 6.

Σημασιολογία

Βρέφος, νήπιον (ὡς διαρκῶς κλαυθμυρίζον καὶ οἱονεὶ φλύαρον). Συνών. βαβὰ 3, βαβάκιν, βαβακίτσα, *βαβακόπουλλον, βαβίλα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/