βάι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

βάι ἐπιφών. κοιν. καὶ Καππ. (Σινασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βὰ ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 18.

Ετυμολογία

Τὸ Τουρκ. ἐπιφών. vay.

Σημασιολογία

1) Ἐκφράζει σχετλιασμὸν κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Βάι, μαννούλλα μου, βάι! Βάι, τί ἔπαθα! κοιν. Βάι ἐμέν! Τραπ. Χαλδ. Ἀιλλοὶ ἐμὲν καὶ βάι ἐμέν! αὐτόθ. Βάι ἐμὲν τὸν ξένον! Σινασσ. Βάι σὲ σένα! Καππ. || Παροιμ. Ἀν χτυπήσῃ τ᾽ ἀβγὸν ᾿ς τὴν πέτραν, βάι τ᾽ άβγόν, κιˬ ἂν χτυπήσῃ ἡ πέτρα τ’ άβγόν, πάλι βάι τ’ ἀβγόν! Λυκ. (Λιβύσσ.) || ᾎσμ. Ἀιλλοὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, οἱ Τοῦρκ’ τὴν Πόλ’ ἐπῆραν! Χαλδ. Ναιˬλλοὶ ἐμὲν καὶ βάι ἐμὲν, ἐνίκεσε μ’ ὁ Χάρων! Κερασ. Συνων. ἆ1ι, ἀλλοίμονο. β) Ἐκφράζει θαυμασμὸν ἢ ἔκπληξιν Πόντ. (Κερασ. Ὄρ. Τραπ. Χαλδ.) 2) Χρησιμοποιεῖται ἄνευ ὡρισμένης σημασίας ἐν τῇ ποιήσει εἰς τὸ τέλος στίχων ἢ ἐν τῷ χορῷ ὅταν οἱ χορευταὶ δίδοντες ἀνάπαυλάν τινα εἰς τὸν ρυθμὸν ἐπιφωνοῦν βάι! καὶ κλίνουν εἰς ἄλλην διεύθυνσιν κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/