βαρβάρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρβάρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρβάρισμα τό, βερβέρισμα Ἤπ. Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρβαρίζω (Ι).
Σημασιολογία
1) Φλυαρία Κρήτ. (Σητ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρβάρα 1 2) Τρομος ἐκφοβισμὸς Ἤπ. Συνών. βαρβάρα 5, φοβέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA