βαρεˬοκουρσεμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοκουρσεμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρεˬοκουρσεμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. βαροκουρσεμένος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ κουρσεμένος μετοχ. τοῦ ρ. κουρσεύω.
Σημασιολογία
Ὁ ἁλωθεὶς καὶ ὑποστὰς βαρεῖαν λεηλασίαν: ᾎσμ. Κλαίσιν ἀργά, κλαίσι dαχεˬά, κλαίσι dὸ μεσημέρι,κλαίσι dὴν Ἀdριανούπολι τὴ βαροκουρσεμένη, ὁποὺ τὴν ἐκουρσεύανε τσοὶ τρεῖς γεˬορτὲς τοῦ χρόνου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA