βαρκούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρκούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

βαρκούλλα ἡ, σύνηθ. βαρκούḍḍα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βάρκα διὰ τῆς καταλ. -ούλλα.

Σημασιολογία

Βαρκάκι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Αἴνιγμ. Μιˬὰ βαρκούλλα φορτωμένη | ’ς τὴ σπηλίτσα πάει καὶ μπαίνει (τὸ κουτάλι) Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/