βαρυκίνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυκίνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυκίνητος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. βαρεˬοκίνητος Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κινητός

Σημασιολογία

1) Ὀ δυσκόλως κινούμενος, βραδυκίνητος: Βαρυκίνητος ἄνθρωπος. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἄναργος καὶ ἀργοκίνητος, ἔτι δὲ συνών. βαρύκολος 1, βαρυλάτης 1, βαρὺς Α 2. 2) Ὁ δυσκόλως μετατοπιζόμενος: Βαρυκίνητη πέτρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/