βαφτίσιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτίσιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαφτίσιˬα τό, βαφτίσιν τό Κύπρ. βαφτίσι Ἤπ. βαφτίσιˬα κοιν. βαφτίσα πολλαχ. βαφτία Ἴμβρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σάμ. γαφτίσιˬα Ρόδ. γαφτίσκιˬα Κῶς Σίφν. δαφτίσιˬα Κῶς Ρόδ. Σέριφ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαφτίζω.
Σημασιολογία
1) Βάφτισι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ’Στὰ βαφτίσιˬα σου! (εὐχὴ πρὸς νεογέννητον) σύνηθ. || Παροιμ. φρ. ’Στὸ γάμο του βαφτίσιˬα! (ἐπὶ τοῦ καταστήσαντος ἔγκυον τὴν μέλλουσαν σύζυγόν του κατὰ τὸν χρόνον τῆς μνηστείας καὶ οἱονεὶ ἑορτάζοντος κατὰ τὸν γάμον βάπτισιν γεννηθέντος τέκνου καὶ μεταφ. ἐπὶ ἐκτρόπων καὶ παραδόξων πράξεων ἢ λόγων ἀναρμόστων) σύνηθ. Τοῦ φτωχοῦ βαφτίσιˬα (ἐπὶ πενιχρᾶς δεξιώσεως) Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Τὴν στεῖλαν γιὰ μαμμὴ κ’ ἔφτασε ’ς τὰ βαφτίσιˬα (ἐπὶ τοῦ βραδύνοντος νὰ ἐπιστρέψῃ) Αἴγιν. κ.ἀ. 2) Βάφτισι 3, ὃ ἰδ., Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) 3) Τὰ ὑπὸ τοῦ ἀναδόχου διανεμόμενα εἰς τοὺς παρισταμένους εἰς τὴν βάπτισιν νομίσματα Πάτμ. Συνών. βαφτιστίκι 3, μαρτυριˬάτικα, φλωράκιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA