βὰχ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βὰχ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
βὰχ ἐπιφών. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ Χαλδ. κ.ἀ.) βάχι Κρήτ. βὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βάχου Θήρ.
Ετυμολογία
Τὸ Τουρκ. vah.
Σημασιολογία
Ἐκφράζει σχετλιασμὸν συνήθως ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ συνων. ἄχ ἕνθ’ἀν.: Βὰχ τὸν κακομοίρη, ἄδικα τὸν σκότωσαν! Βὰχ τὸν ἄτυχο, τί τοῦ ἔμελλε! Μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βὰχ περνᾷ τὸν καιρό του κοιν. Μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βὰχ δεβάζω τὰ ἡμέρας-ι-μ’ (διέρχομαι τὰς ἡμέρας μου) Τραπ. || ᾌσμ. Τὸ ἂχ κρατῶ γιὰ συντροφιά, τὁ βὰχ κρατῶ γιὰ θάρος Ἤπ. Τὸ ἂχ εἶναι τὸ κέρδος μου, τὸ βὰχ ἡ πλερωμή μου, ἔχω τσαὶ τὸ ἀλλοίμονο ὥστε νὰ βγῇ ἡ ψυχή μου Θήρ. Τὸ ἂχ καὶ βὰχ μ᾿ ἀρρώστησε, τὸ ὢχ θενὰ μἐ φάγῃ κιˬ ὁ ἄδικός σου ὃ καηˬμὸς ᾿ς τὸν Ἄδη θὰ μὲ πάγῃ Ἤπ. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βὰχ οἱ μέρες μου περνοῦνε, κιˬ ἄξαφνα πῶς ἐπέθανα θα ᾿ρθοῦνε νὰ σοῦ ποῦνε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ ἄχι μου τὸ βάχι μου τρομάρα νὰ σοῦ δώσῃ, ποῦ μ’ ἔκαμες καὶ προπατῶ 'ς τό gόσμο δίχως γνῶσι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA