βέζιρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέζιρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βέζιρας ὁ, ἀμάρτ. βίζιρας Στερελλ. (Καλοσκοπ.)
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βεζίρης διὰ τῆς καταλ. -ας.
Σημασιολογία
1) Ἀστράγαλος. 2) Παιδιὰ τοῦ ἀστραγάλου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βεζίρης 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA