βελιˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελιˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βελιˬὸ τό, Ἰων. (Σμύρν.) -Λεξ. Βλαστ. 327 Δημητρ. βελιˬὸς ὁ, Χίος -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βέλο.
Σημασιολογία
Βελοῦδο, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Ἄν εἶναι, γιˬέ μου, ἀρκόντισσα, γυναῖκα νὰ τὴν πάρῃς, -Μάννα, χρουζοὺς βελιˬοὺς φορεῖ τσ᾽ ὁλόχρουζο γατάνι Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA