βελονιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελονιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βελονιˬάζω Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κέρκ. Κύπρ. Λευκ. Νάξ. (Τρίποδ.) Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μαν. Μεσσ.) Σῦρ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω Δημητρ. βελον-νιάζ-ζου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) βελονζω Ποντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βιλουνιάου Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Βλάστ. Σέρρ. Σισάν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) βιλιουνιˬάζου Μακεδ (Σέρρ.) bελονιάζω Δαρδαν. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Βάμ. Βιάνν. Σητ. κ.ἀ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Βυτίν. κ.ἀ.) Ρόδ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. bελονιˬάζου Σκῦρ. ἀbελονιˬάζω Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. bιλουνιˬάζου Ἴμβρ. Λεσβ Μακεδ. (Βελβ.) Σάμ. Σαμοθρ. Στερελλ. (Κλών.) κ.ἀ. βολονζω Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) βολονιˬάντζω Σίφν. bολονιˬάζω Σύμ. β’λονιˬάννου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βελόνα ἢ βελόνι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Διαπερῶ τὴν κλωστὴν διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης ἔνθ’ ἀν.: Βελονιˬάζω τὴν κλωστὴ πολλαχ. || Φρ. Αὐτὸς bελονιˬάζει τὴν τρίχα (εἶναι δεξιώτατος εἰς τὸ ἐξαπατᾶν) Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ἐμαθα καὶ βελονιˬάζω καὶ περνῶ τὸ μάστορή μου (ἐπὶ ἀρχαρίου ἁμιλλωμένου πρὸς τὸν διδάσκαλόν του) πολλαχ. Συνών. βελονίζω 1. β) Διαπερῶ νῆμα διὰ βελόνης εἴς τι, ὁρμαθιάζω πολλαχ.: Βελονιˬάζω καπνὸ Καλάβρυτ. Βελονιάζω τὸ φύλλο Τριποδ. || ᾎσμ. Τὰ γιασεμιˬὰ bελόνιˬαζα μὲ μιˬὰ κλωνεˬὰ μετάξι Κρήτ. Συνών. ἀραδιˬάζω Α 2, ἀρμαθιˬάζω 1, *ἀρμαθουλιˬάζω 1, βουρλιˬάζω. 2) Διαπερῶ τὰ νήματα τοῦ στημονίου διὰ τῶν μιταρίων Ἰθάκ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ) Βελονιάζω τ᾽ ἀνυφαdικὸ Σητ. 3) Διαπερῶ τὰ νήματα τοῦ στημονίου εἰς τὸ χτένι Στερελλ. (Κλών.) 4) Διαπερῶ τὴν βρακοζώνην εἰς τὸ βρακὶ Κρήτ. Συνών. βρακοζωνιάζω. 5) Νύσσω, τρυπῶ μὲ τὴν βελόνην ἐνιαχ. 6) Συρράπτω Λεξ. Ἐλευθερ. 7) Ράπτω ἀραιὰ, προχείρως Λεξ. Μ’Εγκυκλ Συνών. τρυπώνω. 8) Ἀσκοῦμαι εἰς τὴν εὔκολον χρῆσιν τῆς ραπτικῆς βελόνης Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) 9) Πεταλώνω, καλιγώνω Ἤπ.: Φρ. Βελονιˬάζει τὸν ψύλλο (ἐπὶ λίαν εὐφυοῦς, συνών. φρ. καλιγώνει ἤ πεταλώνει τὸν ψύλλο). 10) Εἰσάγω διὰ τομῆς εἰς τὸν μηρὸν κριοῦ τεμάχιον ὀστοῦ κυνὸς διὰ νὰ καταστήσω αὐτὸν καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ γεννώμενα προστατευόμενα τῶν δαιμόνων καὶ ἀπρόσβλητα ἀπὸ ὡρισμένας νόσους Στερελλ. (Αἰτωλ.) 11) Ἀμτβ. γίνομαι ὀξὺς ὡς βελόνη Πελοπν. (Μαν.): Φρ. Ἡ μύτι του βελόνιˬασε (ἐπὶ τοῦ λίαν ἰσχνανθέντος). Β) Μεταφ. 1) Βλέπω μὲ προσοχὴν Πόντ.: Κορίτ βολονζει. 2) Βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, ἐννοῶ Κύπρ. Λυκ (Λιβύσσ.) Πόντ. ᾿Εμεῖς συντυχάν-νομεν τ’ ἐτεῖνος στέτσει τσαὶ τὰ βελονιˬάζει Κύπρ. Ἐβελονίασαν οὕλα τὰ λόιˬα σου Κύπρ. Ὅλα ντὸ εἶπες ἐβολονίασ’ ἀτα Πόντ. β) Διατηρῶ τι εἰς τὴν μνήμην Κύπρ. Σκῦρ.: Ὁ,τ’ ν’ ἀκούσῃ τσ’ ὅ,τι νὰ δῇ τὸ bελονιˬάζ’ Σκῦρ. Τὰ μικρὰ ὅ,τι ἀκούσουν βελονιˬάζουν τα Κύπρ. 3) Λαμβάνω σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν, προσέχω Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σκῦρ.: Ἐρρώστησε τὸ παιδί μου καὶ δὲ dὸ bελόνιˬασα Ἀπύρανθ. Ἤκουσά το, μὰ δὲ dὸ bελόνiασα αὐτόθ. || Φρ. Τὰ bελόνιˬασε (τὰ ἔλαβεν ὑπὸ σοβαρὰν ἔποψιν, συνών. φρ. τά ’δεσε σὲ ψιλὸ μαντήλι) Σκῦρ. 4) Ἐπιδεξίως μεταχειρίζομαί τινα Πάξ. 5) Περιπλέκω, ἐμβάλλω εἰς ἀμηχανίαν Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/