βλαστήμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστήμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαστήμι τό, Πελοπν. (Μεσσ.) -Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 86 βλαστήμ’ Μύκ. βλαστήμιˬο τό, Πελοπν. (Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστημῶ.

Σημασιολογία

Βλαστήμιˬα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ βλαστήμιˬα, οἱ κλάψες αὐξάνουν ὁλόγυρά του, ἡ καρδιˬά του φουσκώνει Μποὲμ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/