βλεννόρροια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλεννόρροια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλεννόρροια ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ λογ. οὐσ. βλέννα καὶ τοῦ λογ. ρ. ρέω κατὰ τὸ διάρροια.
Σημασιολογία
'Αφροδίσιος νόσος προκαλουμένη ὑπὸ τοῦ μικροβίου γονόκοκκος καὶ ἐκδηλουμένη διὰ φλεγμονῆς τῆς οὐρῆθρας καὶ πυώδους ρύσεως ἀπ᾽ αὐτῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA