βορβόρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορβόρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βορβόρι τό, ἀμάρτ. βουρβούρι Λεξ. Βλαστ. 374.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόρβορος.

Σημασιολογία

Ὕδωρ βορβορῶδες. Ἡ λ. κατὰ πληθ. Βαρβόρια τοπων. Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/