βοτανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοτανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βοτανίζω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βοτανίζου Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σκῦρ. Τσακων. βοτανίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) βουτανίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βουτανίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ. Μάκρ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. βοτανίζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκριζώνω τὰ εἰς καλλιεργημένην γῆν φυόμενα ἄγρια χόρτα πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Βοτανίζω τὸν κῆπο-τὸ χωράφι κττ. Βοτανίζω τὰ κουκκιˬὰ κττ. πολλαχ. Βοτανίζω τὰ λάχανα Χαλδ. || ᾌσμ. Τὸ μνῆμα μου χορτάριˬασε, ἔλα νὰ βοτανίσῃς, νὰ χύσῃς μαῦρα δάκρυα, ἴσως καὶ μ’ ἀναστήσῃς Πελοπν. (Γορτυν.) Ἂ dὸνε δῇς τὸ dάφο μου καὶ βγάλῃ χορταράκι, ἔλα βοτάνισέ μου τον μὲ τ’ ἄσπρο σου χεράκι Κρήτ. Οὔτε ’ς τὸ λουτρὸ τὴν εἶδα οὔτε ’ς τὴν ἐκκλησ... τὰ βασιλικά της ’δρεύεν καὶ βοτάνιζεν (’δρεύεν=ἄρδευεν) Σινώπ. Συνών. ἀγριολογῶ (ΙΙ), ἀποχορταρίζω 1, βοτανολογῶ 1, ξεβοτανίζω, ξεχορταριˬάζω, ξεχορταρίζω, ξεχορτίζω. β) Ἀραιώνω τὰ φυτὰ διὰ νὰ δυνηθοῦν ν’ ἀναπτυχθοῦν Πόντ. (Τραπ.) γ) Δρέπω, συλλέγω φυτὰ ἢ ἰαματικὰ βότανα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.): ᾎσμ. Μέσα ’ς τὸν κῆπον ἤμουνα, μέσ’ ’ς τὰ κηπουρικά μου, τὰ σέλινα βοτάνιζα, τὰ πράσα πρασολόγουν Λακων. Συνών. βοτανολογῶ 1 β. 2) Σκάπτω τὴν γῆν ἀβαθῶς διὰ νὰ φυτεύσω φυτὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 3) Βοτανιˬάζω 2, ὃ ἰδ., Κέρκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἐβοτάνισα τὴ γερὰ (τὴν πληγὴ) Ὄφ. Ἐβοτάνισαμε τὸ παιδὶ αὐτόθ. 4) Δηλητηριάζω Λυκ. (Λιβύσσ. Μάκρ.) Συνών. φαρμακώνω. Μετοχ. βοτανισμένος 1) Ναρκωμένος, ζαλισμένος Θεσσ. (Ζαγορ.) β) Ἀδιάθετος Θεσσ. (Ζαγορ.) 2) Μεθυσμένος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) 3) Ὁ πιὼν μαγικὸν φάρμακον Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/