βουνοκόκορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνοκόκορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουνοκόκορας ὁ, ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ καὶ κόκορας.
Σημασιολογία
Τὸ ἄγριον πτηνὸν τέτραξ. Συνών. βουνοπετεινός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA