βουργαροφάγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουργαροφάγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουργαροφάγος ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βούργαρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ –φάγος < ἔφαγα ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
Θανάσιμος ἐχθρὸς τῶν Βουλγάρων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA