βούρλιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούρλιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βούρλιˬα ἡ, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) -Λεξ. Βλαστ. 402 βουρλιˬὰ Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουρλαίνω.

Σημασιολογία

1) Βούρλα 1, ὃ ἰδ., Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. 2) Μέρος ὅπου οἱ δαίμονες περνοῦν καὶ βουρλίζουν τοὺς διερχομένους ἀνθρώπους Στερελλ. (Ἀράχ.) : Σὰ σ᾽ βαστάῃ, πέρν’ ἀπ᾿ τὴ βουρλιˬά 3) Ὑπερβολικὴ σπουδὴ Ἤπ. (Ζαγόρ.) : Ἔσπασι τοὺ λαέν’ ἀπάνου ᾿ς τὴ βούρλιˬα τ’. 4) Μωρία, ἠλιθιότης Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/