βούσυκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούσυκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούσυκο τό, Ἀττικ. Κεφαλλ. Λευκ. -Λεξ. Βερ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 280 Πρω. βούσ’κο Κεφαλλ. Τῆν. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. βόσυκο Ἀμοργ. ᾿Ικαρ. Σύμ. βότσυκο Ἤπ. ἀβόσυκο Κάλυμν. Κῶς Λέρ. Χίος ἀβόσ᾽κου Ἴμβρ. bόσ’κου Στερελλ. (Δωρ.) γούσ’κο Λεξ. Δημητρ. (λ. βοῦσκο) ἀγόσυκο Χίος βόσυκος ὁ, Κέως βόσυκας Κέως. βόσ’κας Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βούσυκον. Πβ. Ἡσύχ. «βούσυκα· τὰ μεγάλα σῦκα» ᾿Ιδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1 (1941) 9.

Σημασιολογία

1) Μέγα καὶ εὔχυμον σῦκον Ἀμοργ. Ἀττικ. Ἤπ. Ἰκαρ. Ἴμβρ. Κάλυμν. Κεφαλλ. Κέως Κῶς Λέρ. Λευκ. Τῆν. Χίος-Λεξ. Βερ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. ἔνθ. ἀν Πρω. Δημητρ. Πβ. ἀσπροβούσυκο. Συνών. βοιˬδόσυκο. 2) Τὸ ἐντελῶς ἄωρον σῦκον Στερελλ. (Δωρ.) 3) Εἶδος σύκου μικροῦ καὶ λευκοῦ Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/