βραδυˬοπερπατῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδυˬοπερπατῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραδυˬοπερπατῶ Πελοπν. (Φιγάλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐδ. ἐπιθ. βραδὺ (= τὸ βραδέως κινούμενον) ἐπιρρηματικῶς ἐννοουμένου καὶ τοῦ ρ. περπατῶ.
Σημασιολογία
Βραδέως κινοῦμαι : ᾎσμ. Τὸν Κόλιˬα τὸνε πιˬάσανε, τὸν πάνε γιˬὰ παλούκι, χίλιοι τὸν πάνε ᾿πομπροστὰ καὶ χίλιοι ἀποπίσω... κιˬ ὁ Κόλιˬας βραδυˬοπερπατεῖ σὰ μῆλο μαραμμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA