βρανα͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρανα͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βρανα͜ιὰ ἡ, Θρᾴκ. (Κασταν. Μέτρ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Τσακίλ.) Μακεδ. Χηλ. δρανα͜ιὰ Θρᾴκ. (Μέτρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βραναία. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Βασίλ. τάξ. 469 (ἔκδ. Βόνν.) «βραναῖαι κατωτικαὶ». Διὰ τὸ δ τοῦ δρανα͜ιὰ ἀντὶ τοῦ β πβ. δαφτίζω, ἀδιˬά, διˬολὶ κττ. ἀντὶ βαφτίζω, βία, βιˬολί. Ἰδ. γράμμα β σημ. 6. Διὰ τὴν λέξιν βρανα͜ιὰ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918) 129 κἑξ.

Σημασιολογία

Εἶδος τάπητος ἔνθ’ ἀν.: Αἴνιγμ. Ἀπά ᾿ς τὰ κεραμίδιˬα μας ἔναι μιˬὰ βρανα͜ιὰ καρύδιˬα (τὰ ἄστρα) Χηλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/