βρεξίος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρεξίος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βρεξίος ὁ, Ποντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἔβρεξα ἀορ. τοῦ ρ. βρέχω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίος, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 62 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Βρέξιμο 1, ὃ ἰδ. 2) Βρέξιμο 2, ὃ ἰδ.: Ἐπιάσε μας ὁ βρεξίος (μᾶς κατέλαβεν ἡ βροχή). Πβ. *βρεχίον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA