βροχάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βροχάρις ἐπίθ. Θρᾴκ. (Φανάρ.) Κύθν. –Λεξ. Βλαστ. 359, 367 Δημητρ. βρουχάρ’ς Ἴμβρ. Θηλ. βροχαρεˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Σῦρ. Χῖος –Λεξ. Βλαστ. 359. βρουχαρεˬὰ Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βροχὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρις. Τὸ θηλ. βροχαρεˬὰ καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. ἐπὶ τοῦ καιροῦ, ὁ τείνων πρὸς βροχήν, βροχερὸς Θρᾴκ. (Φανάρ.) Ἴμβρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Σάμ. –Λεξ. Βλαστ. 359 Δημητρ.: Βροχάρις καιρὸς Λεξ. Βλαστ. Βροχάρ’ς μῆνας Ἴμβ. 359 Μέρα βροχαρεˬὰ Ἀπύρανθ. || Γνωμ. Ὁ Φλεβάρις ὁ βροχάρις καὶ ὁ Μάρτις ποῦ ’ναι γδάρτης Λεξ. Δημητρ. Β) Οῦσ. 1) Ὁ μὴν Νοέμβριος Λεξ. Βλαστ. 367. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακατώνω, μετοχ. 2 γ. 2) Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ τὴν ὀγδόην Μαΐου ἑορταζόμενος, διότι κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην βρέχει Κὐθν. 3) Θηλ. βροχαρεˬά, βροχερὰ ἡμέρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σάμ. Σῦρ. Χίος –Λεξ. Βλαστ. 359: Ὀτι νά ’ναι βροχαρεˬά, κάθομαι μέσ’ ᾿ς τὸ σπίτι Ἀπύρανθ. Σήμ-μερι ἦτο βροχαρεˬὰ Χίος. Πβ. βροχᾶτος, βροχερινός, βροχερός, βροχιˬανός, βρόχινος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/