βύθισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βύθισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βύθισμα τό, Κέρκ. Πελοπν. (Κυνουρ. Χατζ.) Ρόδ.-ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 115 Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1.247 -Λεξ. Βλαστ. 373 καὶ 391 βύθ’σμα Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Δωρ. Λεπεν.) βύδισμα Λεξ. Βλαστ. 373. βύδ’σμα Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βυθίζω.
Σημασιολογία
1) Τόπος ὑποστὰς καθίζησιν καἱ γενικῶς τόπος κοῖλος εὑρισκόμενος κάτω τῆς ἐπιφανείας τοῦ γῦρο ἐδάφους Εὔβ. (Ἀκρ. Στρόπον.) Κέρκ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Κυνουρ. Χατζ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Δωρ. Λεπεν.): Εἶνι βύθ’σμα κὶ κρατάει νιρὸ Ἄκρ. 2) Βύθισι, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Ρόδ.-Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀπ’ τὸν πουλὺ δυριτὸ ἔχ’ πέ’ ’ς ἕνα βύθ’σμα κὶ δὲν ἀνουγάει τίπουτι Ἄκρ. Ὁ ἄρρουστους εἶνι σὲ βύθ’σμα Καταφύγ. Ὁ ἄρρωστος βρισκόταν σὲ βύθισμα βαθὺ καὶ μόλις ἀνάσαινε ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Ἐπεσ’ ἀγάληˬα ’ς ἕνα βύθισμα βαθὺ ποῦ δὲν καταλάβαινε πιὰ τίποταν Γ᾿Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων ὑπὸ τὸν τύπον Βύθισμα Ἀττικ. Θεσσ. Πελοπν. (Γορτυν. Κοκκιν. Τριφυλ.) Βύθ’σμα Μακεδ. (Καταφύγ.) Βύδ’σμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ.) Βυθίσματα Πελοπν. (Γορτυν. Τριφυλ.) Βουθίσματα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Β’θίσματα Εὔβ. (Ἄκρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA