γάνωμα (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάνωμα (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάνωμα (Ι) τό, κοιν. γάνουμα βόρ. ἰδιώμ. καί Τσακων. γάνωμαν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀγάνωμα Πελοπν. (Τριφυλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γανώνω (Ι).

Σημασιολογία

1) Ἡ διὰ κασσιτέρου ἐπάλειψις χαλκίνου σκεύους, κασσιτέρωσις κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὸ καζάνι-ὁ τέντζερης θέλει γάνωμα. β) Ἡ ἐπάλειψις πηλίνου ἀγγείου δι’ ἰδιαιτέρας ὕλης πρὸς κλεῖσιν τῶν πόρων καὶ στίλβωσιν Πόντ. (Τραπ.) γ) Λάμψις, λευκότης Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) 2) Πληθ. γανώματα, τὰ χάλκινα ἐν γένει σκεύη Εὔβ. (Ὄρ.) Θρᾴκ.-Π.Παπαχριστοδ. Θρᾳκ. 'Ηθογρ. 4, 11.: Ἡ νύφη δὲν ἔχει πάρει τὰ γανώματά της Ὄρ. Ἄστραφταν οἱ πόρτες καὶ τὰ πατώματα καὶ τὰ γανώματα τῆς κουζίνας Π.Παπαχριστοδ. ἔνθ' ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/