γαρδαλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδαλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαρδαλώνω ἀμάρτ. γαρδαλώνου Μακεδ. (Βλάστ.) Μέσ. γαρδαλώνουμι Ἢπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

’Αμφιβόλου ἐτύμου. Σχετίζεται ἴσως πρὸς τὸ συνών. γαργαλώνω, ὃ ἰδ. Διὰ τὴν πιθανὴν τροπὴν τοῡ γ εἰς δ, κατ᾽ ἀνομοίωσιν ἢ διὰ τὸ παρακείμενον ὑγρόν, πβ. γαργαλεύω<γαρδαλεύω.

Σημασιολογία

1) ᾽Επὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀνοίγω αὐτοὺς ὑπερβολικὰ Βλάστ.: Τί γαρδαλώ’ς τὰ μάτια σ᾿ ἔτσ’ ! Δὲν ἔ᾿ τίπουτα γιὰ φαΐ. Συνών. γαρδιλώνω, γουρλώνω. 2) Μέσ. μεταφ., προσέχω ἐντόνως, πονηρεύομαι Ζαγόρ. β) Μετοχ. γαρδαλωμένος=ὁ λίαν προσεκτικός, ὁ μετὰ πονηρίας εὐφυὴς αὐτόθ.: Αὐτός, πιδί μ’, εἶνι γαρδαλουμένους. Συνών. ἀνοιχτομμάτης 2, κολοπετσωμένος. τετραπέρατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/