γαριφαλᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαριφαλᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαριφαλᾶτος ἐπίθ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) γαροφαλᾶτος Λεξ. Βάιγ γαρουφαλᾶτος Κέρκ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Κίτ. Μάν ’Ολυμπ.) γαρουφαλᾶτους Θράκ. (’Αδριανούπ. Αἶν.) γαραφαλᾶτος Προπ. (᾿Αρτάκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρίφαλο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος. Ὁ τύπ. γαροφαλᾶτος (πιθανῶς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ’Ιταλ. ganofanato) καὶ παρὰ Σομ. καὶ ἐν ᾿Αγαπίου Γεωπονικῶ (ἔκδ. Βενετίας) σ. 53. Ὁ τύπ. γαραφαλᾶτος κατ᾿ ἀφομοίωσιν.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὁμοιάζων κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς τὸ γαρίφαλο 1, ὃ ἰδ.: Πελοπν. (Αἰγιάλ. Κλουτσινοχ.) : Πρότσες γαριφαλᾶτες (μὲ κεφαλὴν ὁμοίαν πρὸς τὴν τοῦ μοσκοκαρφιˬοῦ) Κλουτσινοχ. Κίτρα γαρουφαλᾶτα (τὰ μικρά, τῶν ὁποίων διατηρεῖται εἰσέτι ὁ στῦλος τοῦ ὑπέρου) Αἰγιάλ. Πβ. γαρίφαλο 2δ. β) Ὁ περιέχων «γαρίφαλα», δι’ ὃ ἰδ. γαρίφαλο 1 Κέρκ.-Λεξ. Βάιγ. 2) Ὁ ὁμοιάζων κατὰ τὸ σχῆμα ἢ τὸ χρῶμα πρὸς τὸ ἄνθος «γαρίφαλο», δι᾿ ὃ ἰδ. γαρίφαλο 3 Θράκ. (’Αδριανούπ. Αἶν.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν. ’Ολυμπ.) Προπ. (’Αρτάκ.) : Νέος γαρουφαλᾶτος (μὲ πρόσωπον ροδοκόκκινον) Κίτ. Μάν. Γαραφαλᾶτος κάλλος (κάλλαιον ἀλέκτορος παχὺ μὲ σαρκώδεις προεξοχὰς προσδιδούσας εἰς τὸ ὅλον σχῆμα γαριφάλου) ᾿Αρτάκ.: Κόττα γαραφαλάτη (ἡ ἔχουσα κάλλαιον παχὺ καὶ ἀναδιπλούμενον) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/