γελάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γελάκι τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέλιˬο κατὰ τύπ. ὑποκορ.

Σημασιολογία

Τὸ ἐλαφρὸν μειδίαμα πολλαχ.: Ὅταν ἀρχίζῃ τὰ γελάκιˬα του, εἶναι τρέλλα πολλαχ. Κάνει γελάκιˬα τὸ μωρὸ Ἀθῆν. Γέλασε ἕνα γελάκι πονηρὸ καὶ χαριτωμένο Γ.Ξενόπ., Κόσμος, 38. Τί ὀμορφιˬά, τί χάρη, τί σκέρτσο καὶ τί γελάκι ’ς τὸ κατεργάρικο μουτράκι Γ.Ξενόπ., Τρίμορφ. γυν.2, 55. Νὰ γυρίζῃς νὰ βλέπῃς ματάκιˬα ἀπὸ δῶ, χειλάκιˬα ἀπὸ κεῖ, ν’ ἀκοῦς τὰ γελάκιˬα τους, τὶς φωνίτσες τους, τὰ καβγαδάκιˬα τους Δ.Καμπούρογλ., Ἀθήναϊκ. διήγ., 149. || Γνωμ. Τὰ γελάκιˬα, τὰ γελάκιˬα | φέρνουν καὶ τὰ κλαματάκιˬα (τὴν χαρὰν συνήθως ἀκολουθεῖ λύπη ἐν τῷ βίῳ. Συνών. γνωμ. τὰ γέλιˬα βγαίνουν κλάματα.) Ι.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 351, 4 Ν.Πολίτ., Παροιμ. 3, 480. Πὲς τ’ ἀφεντὸς πὼς ἐβούλιˬαξε μιˬὰ χώρα, νὰ δῇς γελάκιˬα (ἐπὶ τῆς μοχθηρίας τοῦ ἄρχοντος, ὅστις εὐχαριστεῖται νὰ βλέπῃ περὶ αὑτὸν πενίαν καὶ δάκρυα) ’Ιόνιοι Νῆσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/