γέμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γέμα τό, γεῦμα λόγ. σύνηθ. γέμα σύνηθ. καὶ Καππ. (Ποτάμ. Σίλατ.) γέμαν Κύπρ. ’έμα Νάξ. (Φιλότ.) γιˬόμα σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) γιˬόμαν Κύπρ. γόμα Εὔβ. (Κύμ.)-Λεξ. Ἠπίτ.

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γέμα, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γεῦμα. Ὁ ἤδη Βυζαντ. τύπ. γιˬόμα διὰ τὴν τροπὴν τοῦ γ εἰς j προτοῦ τὸ ἀρχαῖον φωνῆεν ε μεταβληθῇ εἰς ο ἕνεκα τοῦ παρακειμένου χειλικοῦ. Ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 183 καὶ 2, 280.

Σημασιολογία

1) Τὸ γεῦμα τῆς μεσημβρίας, τὸ ἄριστον πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ποτάμ. Σίλατ.): Αὔριο θὰ ’ρθῇς νὰ σοῦ κάνω γιˬόμα Κέρκ. Τοῦ ἔβαι τοὺ γιˬόμα γιˬὰ τοὺ σκουλε͜ιὸ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Νὰ σοῦ κάνω τὸ γιˬόμα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Θά ’ρτου μιτὰ τοὺ γέμα Μακεδ. (Καστορ.) Τ’ς δίναν τρεῖς κουμματὲς d’μέρα κ’ ἔτρουγιν μιὰ κουμματέα τοὺ προυΐ, μιˬὰ τ’ γιˬόμα καὶ μιˬὰ τοὺ βράδ’ (κουμματέα=τεμάχιον ἄρτου) Λῆμν. Βάλε ’ς τὸ χεροκόφινο πέd’ ἕξι δροgαρέλιˬα γιˬὰ τὸ γιˬόμα (δροgαρέλια=οἱ ἰχθύες γόγγροι) Κέρκ. Πᾶρ’ τὸ γιˬόμα σου Σίφν. Νὰ σοῦ κάνου τοὺ γιˬόμα’ς τοὺ χουράφ’ Μακεδ. (Βόιον). Θά ’ρθῃ ἡ δικολογιˬὰ τοῦ ἄdρα μου νὰ τσού ’χουμε τὸ γιˬόμα (δικολογιˬὰ=συγγενεῖς) Ὀθων. Ἐκε͜ιὰ πού ’βοσκε τὰ ὀζὰ τοῦ παππᾶ, ἐσκέφτουdὸνε πὼς τὸ γιˬόμα ποὺ τοῦ βάνει ἡ--ἀφεdικῖνα dου ἔφτανε Κρήτ. Τὰ ψάριˬα εἶναι γνώριμες νοστιμιˬὲς ’ς τὰ γιˬόματα καὶ ’ς τὰ δεῖπνα Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ., 6. || Φρ. Κάνω γιˬόμα (γευματίζω) Ἤπ. (Πρέβ.) Κύθν. Κάνω γιˬόμα (παρατίθημι γεῦμα) Ζάκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σίφν. Τὸν ἔχω γιˬὰ γιˬόμα (τὸν ἔχω προσκαλέσει εἰς γεῦμα) Ἤπ. (Παλάσ.) Μᾶς ἔχει γιˬόμα (θὰ μᾶς παραθέσῃ γεῦμα) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τοὺ μιγάλου γιˬόμα (τὸ μεσημβρινὸν φαγητὸν) Στερελλ. (Παρνασσ.) Κοπιˬάσετε νὰ κάμωμε γιˬόμα (ἀπάντησις πρὸς τὸν ἐν ὥρᾳ γεύματος λεγόμενον ὑπό τινος χαιρετισμὸν καλῶς τὰ γεύεσθε) Κρήτ. (Μύρθ.) || Παροιμ. Τὸ γέλιˬο χάνει τὴν τιμή, τὸ πρόγεμα τὸ γιˬόμα (οἱ ἀκαίρως ἐνεργοῦντες χάνουν τὴν πρέπουσαν εὐκαιρίαν) Ι.Βενιζέλ., Παροιμ2, 302, 251. ᾿Αλλοὶς ποὺ καρτερεῖ τῆς γειτονιˬᾶς τὸ γιˬόμα! (ἀλλοίμονον εἰς τὸν στηριζόμενον εἰς τὴν ξένην βοήθειαν) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ἂν φά’ τοὺ γιˬόμα, δὲ δειπνάει (ἐπὶ τῶν εἰς ἐσχάτην ἔνδειαν περιελθόντων) Ἤπ. || Γνωμ. Γιˬόμα καλό, καὶ δεῖπν’ ὅπως μπορέσῃς (κατὰ τὴν μεσημβρίαν ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ φάγῃ καλῶς, τὴν δὲ ἑσπέραν δύναται νὰ ἀρκεσθῇ καὶ εἰς λιτὴν τροφὴν) Ν.Πολίτ., Παροιμ. 3, 669 || ᾌσμ. Μπούκ-ωμαν τρώω ἄθ-θρωπον ταὶ γιˬόμαν τὴν κοπέλ-λαν (μπούκ-ωμαν=τὸ πρωϊνὸν φαγητὸν) Κύπρ. Καλῶς τὸ Γιˬάννη, γιˬόμα μου, τὸ Γιˬάννη, δειλινό μου, καὶ τ’ ὄμορφο κορίτσι του νὰ εἶν’ τ’ ἀπόδειπνό μου Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Ἕνα πουλλάκι ξέβγαινε ’πομέσ’ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα· ’ς τὴν Κόρ’θο κάνει κουλατσιˬό, ’ς τ’ Ἀνάπλι κάνει γιˬόμα Πελοπν. (Μάναρ.) Ξύπνα, πουλλί μου, νὰ μοῦ πῇς, πότε σκοπεύεις νά ’ρτῃς, νὰ φτε͜ιάσω γιˬόμα νὰ γευτῇς καὶ δεῖπνο νὰ δειπνήσῃς (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.)-Ποίημ. Κ’ ἔπειτα ἀπὸ τὸ γιˬόμα, | ἀπ’ τὸ ἴδιˬο μου τὸ στόμα θὲ ν’ ἀκούσῃς, γιˬὰ νὰ κλαῖς, | οὕλες μου τσὶ συφορὲς Δ.Σολωμ., 329. 2) Ἡ ὥρα τοῦ γεύματος, ἡ μεσημβρία σύνηθ.: Εἶναι γιˬόμα· ἐλᾶτε νὰ φᾶμε Ἤπ. (Χιμάρ.) Πᾶμε νὰ φᾶμε, γιˬατὶ ἐχτύπησε γιˬόμα Κέρκ. Φάγαμαν τὸ γιˬόμα καὶ φύβγαμαν Ἤπ. (Μαργαρ.) Πάει γιˬόμα Μακεδ. (Κοζ.) Κουντὰ ’ς τὸ γιˬόμα θὰν ἔρθου Σκόπ. Γί’κιν-πῆγι-ἔφτασιν γιˬόμα Μακεδ. (Βλάστ.) Κάθε τριτόηˬμερα μετὰ τὸ γιˬόμα τόνε πιˬάνει καὶ τόνε χορεύει θέρμη (θέρμη=πυρετὸς ἐξ ἑλονοσίας) Πελοπν. (Δίβριτσ.) Τὸ γιˬόμα πάντα πλαϊάζω Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κόκκιν. Χατζ.) Νά ’ρθῇς μέσ’ ’ς τὸ γιˬόμα Εὔβ. (Αἰδηψ.) Γιˬόμα βράδυ, φασούλιˬα! Πελοπν. (Κορινθ.) Ὣς τοὺ γιˬόμα θὰ εἶμι ’ς τοῦ σπίτ’ Τῆν. Ἦρθε γιˬόμα, τί περιμένεις; σταμάτησε νὰ φᾶμε Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Κοιμώμαστε dάλα γιˬόμα Πέλοπν. (Βερεστ.) Πῆγε γόμα ὁ ἥλιˬος Εὔβ. (Κύμ.)-Λεξ. ᾽Ηπίτ. Ἡ κουβέουα πάει ὥρα ’εμάτου ’ς τ’ ἀbέλι (κουβέουα=μικρὸν πήλινον δοχεῖον· ὥρα ’εμάτου=μεσημβρία) Νάξ. (Φιλότ.) Εἶι γιˬόμα, πᾶμι νὰ φᾶμι τοὺ γιˬόμα Μακεδ. (Βόιον) || Φρ. Μᾶς πῆρε γιˬόμα (εἶναι μεσημβρία) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἡ ἥλιˬους πάει γιˬόμα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πάει ἡ ὥρα γιˬόμα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κ.Χατζόπ., Πύργ. Ἀκροπότ., 16. Συνών. φρ. Μᾶς πῆρε μεσημέρι. Γιˬόμα ἀβάρετο (δὲν ἐσήμανεν ἡ δωδεκάτη μεσημβρινὴ) Ζάκ. Γυρίσανε καbανισμένο γιˬόμα (ἀκριβῶς μεσημέρι, ἐσήμανεν ἡ δωδεκάτη ὥρα) Ἐρεικ. Ὅσου νὰ φουρέσου τό ’να, | βγῆκι οὑ ἥλιˬους, πάει γιˬόμα. Ὅσου νὰ φουρέσου τ’ ἄλλου, | βγῆκι τ’ ἄστρι τοὺ μιγάλου (ἄστρι μιγάλου=ὁ ἀποσπερίτης, πρὸς δὴλωσιν ὅτι ἦλθε τὸ βράδυ· ἐπὶ νωχελείας) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Παροιμ. Οὑ Μάρτ ’ς οὓς τοὺ γιˬόμα τοὺ ψουφάει, | κιˬ οὓς τοὺ βράδ’ τοὺ βρουμάει (ἐνν. τὸ ζῷον· ἐπὶ τῆς ἀσταθείας τοῦ καιροῦ κατὰ τὸν Μάρτιον μῆνα) Μακεδ. (Καταφύγ.) || ᾌσμ. ᾽Επιˬάστηκαν ’ς τοὺν πόιμου ἀπ’ τοῦ προυῒ οὓς τοὺ γιˬόμα Μακεδ. (Βόιον). Σήκου, Βασίλου μ’, τ’ ἔφιξι κιˬ οὑ ἥλιˬους πάει γιˬόμα, σήκου νὰ πάρῃς τοὺ γλυκό, νὰ πιῇς κὶ τοὺν καφέ σου Ἤπ. (Κόνιτσ.) 3) Τὸ πρωινὸν φαγητόν, τὸ πρὸ τοῦ μεσημβρινοῦ γεύματος λαμβανόμενον εἰς ὥραν ποικίλλουσαν κατὰ τόπους Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Πλατανιστ.) Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Ἀγόριαν. Παρνασσ.): Θὰ φᾶμι γιˬόμα Ἀγόριαν. Συνών. γεματάκι 1, κολατσιˬό, πρόγεμα, πρωινό. 4) Τὸ χρονικὸν διάστημα ἀπὸ τῆς ἐνάτης πρωινῆς μέχρι τῆς ἑνδεκάτης, ποικίλλον κατὰ τόπους ὡς πρὸς τὸν ἀκριβῆ καθορισμὸν τῆς ὥρας Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κάρυστ. ᾽Οξύλιθ. Ὄρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. (Καρποχώρ. Πτελοπούλ. Σταυρ.) Μακεδ. (Δῖον κ.ἀ.) Μέγαρ. Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Ἀρεόπ. Βασαρ. Βλαχοκερ. Καλάβρυτ. Καμίν. Κίτ. Κορινθ. Κυνουρ. Λιγουρ. Μάν. Οἰν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Γαρδίκ. Παρνασσ.): ’Γένη γιˬόμα τσαὶ ’κόμα τσοιμᾶσαι; Βρύσ. Νὰ ’ρθῇς αὔριο τὸ γιˬόμα, ἅμα ἀνακαλαμίσῃ ὁ ἥλιˬος Κίτ.Τ’ γιˬόμα ποῦ μαζιβόματ’ οὕ’ νὰ φέρ’ς νὰ φᾶμι τ’ς ροδίτ’ς Σταυρ. Ξύπνα, γιˬατὶ μᾶς πῆρε τὸ γιˬόμα Αὐλωνάρ. Σηκωθῆτε, πάει γιˬόμα· πότε θὰ πᾶτε ’ς τὸ χωράφι; Ἀρεόπ. Σήκω νὰ πᾷς νὰ βοσκήσῃς τὴ γίδα· πῆρε γιˬόμα Βλαχοκερ. || Φρ. Μεγάλο γιˬόμα (ἡ περὶ τὴν δεκάτην πρωινὴν ὥρα) Κορινθ. Πῆραν τὰ σαράdα γιˬόματα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Οἰν. Συνών. φρ. Σηκώθη ὁ ἥλιˬος μία μουλαροτριχιˬὰ (μουλαροτριχιˬὰ=σχοινίον δι’ οὗ προσδένουν τοὺς ἡμιόνους). Γιˬόμα μπαίνουν, γιˬόμα βγαίνουν, τί ἔχουν τὰ ἔρημα καὶ ψοφᾶνε (ἐνῷ δὲν γίνονται τὰ πρέποντα, ἀποροῦμεν διὰ τὸ δυσμενὲς ἀποτέλεσμα) Κυνουρ. Συνών. φρ. Μὲ τὸν ἥλιˬο τὰ μπάζω, μὲ τὸν ἥλιˬο τὰ βγάζω, τί ἔχουνε τὰ ἔρ’μα καὶ ψοφοῦν; ᾎσμ. Ἔφιξι καὶ πά’ γιˬόμα, | σήκου, νύφ’, ἀπὸ τοῦ στρῶμα Ἤπ. Συνών. γεματάκι 2. 5) Τὸ ἀπογευματινὸν φαγητὸν Κρήτ. 6) Τὸ ἀπόγευμα Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Θρᾴκ. (Κόσμ.) Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Ὀθων. Πελοπν. (Ἀναβρ. Ἀρκαδ. Δυρράχ. Καρδαμ. Κλειτορ. Κοπαν. Κορινθ. Λεῦκτρ. Πιάν. Πλάτσ. Πραστ.) Σίφν. Χίος (᾿Εγρηγόρ.): Τὸ γιˬόμα πηγαίνει ὁ ἕνας ’ς τὸ σπίτι τοῦ ἄλλου, ὅταν γιˬορτάζῃ Κλειτορ. Τά ’χε δέσει τὰ φορτίκια ’ς τὰ χαdάκιˬα ἀπὸ τὸ γιˬόμα (φορτίκιˬα=γαϊδοὺριˬα) Ὀθων. Θὰ ’ρθῶ τὸ γιˬόμα Σίφν. || Γνωμ. Ἂν τὸ πιˬάσῃ ἀπ’ τὸ πρωί, | χάε ’ς τὴ δουλε͜ιά σου καὶ σιωπή· ἂν τὸ πιˬάσῃ ἀπὸ τὸ γιˬόμα, | χάε’ς τὸ σπίτι σου καὶ βρώμα (ἐπὶ καιροῦ, ὅταν ἀρχίση ἡ βροχὴ πρωί, θὰ ὑπάρξῃ χρόνος κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας πρὸς ἐκτέλεσιν ἀγροτικῆς ἐργασίας· ὅταν ὅμως ἡ βροχὴ ἀρχίσῃ τὸ ἀπόγευμα, δὲν ὑπάρχουν χρονικὰ περιθώρια πρὸς ἐργασίαν) Πραστ. || ᾎσμ. Ἐμεῖς τὸ λέμε ἀπὸ τὰ ψὲ κιˬ ἀπὸ τὰ χτὲ τὸ γιˬόμα Κλειτορ. 7) Τὸ βραδινὸν φαγητόν, τὸ δεῖπνον λόγ. σύνηθ.: Χθὲς τὸ βράδυ παρετέθη γεῦμα πρὸς τιμὴν τοῦ δεῖνα. 8) Ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας, ὡς ὅρος τῆς σηροτροφίας Μακεδ. (Χαλκιδ.): Ἕξ’ γιˬόματα ἠέφαγαν κὶ κάτσαν τὰ μαμμούνιˬα (μαμμούνια=οἱ μεταξοσκώληκες). 9) Μέτρον ἐργασίας, ἐπὶ ἐργασίας συντελουμένης μέχρι τὸ γιˬόμα. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἕνα γιˬόμα δ’λε͜ιὰ εἴχαμι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/