γεμᾶτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμᾶτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γεμᾶτα ἐπίρρ. πολλαχ. γεμᾶτα Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) γιμᾶτα βόρ. ἰδιώμ. ’εμᾶτα Νάξ. (Ἀπὺρανθ.) Χίος (Πυργ.) γιˬομᾶτα Ἤπ. (Πάργ. Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Γορτυν. Κάμπος Λακων. Καρυὰ Κορινθ. Ὀλυμπ. Τρίκκ. Φιγάλ.) Προπ. (Κὺζ.) Σῦρ.-Κ.Μπαστ., Ἁλιευτ., 128 Γ.Ξενόπ., Κόσμος, 27 Τ.Μαυροκέφαλ., Ν.Ἑστ. 11 (1932), 518 Α. Λασκαρᾶτ., Στιχουργ.2, 179-Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεμᾶτος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Πλὴρως, ἐντελῶς, ἰσχυρῶς πολλαχ.: Φρ. ’Σ τὰ γεμᾶτα (πλήρως) Πάτμ. Βάραγε γεργὰ τσαὶ γιˬομᾶτα (σκάπτε βραδέως ἀλλ’ ἰσχυρῶς) Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ. Τρίκκ.) Δὲ bορεῖ νὰ μὲ ἰδῇ γεμᾶτα (δὲν δύναται νὰ μὲ ἀτενίσῃ κατὰ πρόσωπον) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. φρ. Δὲ bορεῖ νὰ μὲ ἰδῇ κατάματα. Ἔπκιˬασεν δουλε͜ιάν ἁψὰ ταὶ γεμᾶτα (ἐργάζεται μὲ ζῆλον καὶ ἀδιακόπως) Κύπρ. Εὑρέθην του ἁψὰ ταὶ γεμᾶτα (ἐπὶ φιλονικοῦντος· ὠργίσθη πολὺ ἐναντίον του καὶ πιθανὸν νὰ τὸν ἐκακομεταχειρίσθη) αὐτόθ. Περπατάει ἀνάριˬα κὶ γιμᾶτα (περιπατεῖ, βαδίζει μὲ ἀραιοὺς, ἀλλὰ σταθεροὺς βηματισμοὺς) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Κρύο ’ς τὰ γεμᾶτα (ψῦχος δριμὺ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τοῦ ρίχνω ’ς τὰ γεμᾶτα (προσπαθῶ μὲ ἐπιμονὴν νὰ τὸν πείσω) αὐτόθ. Κλαίει ’ς τὰ γεμᾶτα (κλαίει πολὺ) Κρήτ. Πλερώνει ’ς τὰ γεμᾶτα (πληρώνει ἱκανοποιητικῶς) αὐτόθ. Πληρώ’ γιμᾶτα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τῆν. Τὰ ἔπαθι ’ς τὰ γιμᾶτα (ὑπέστη σοβαρὸν δυστύχημα) Θρᾴκ. (Αἶν.) Εἶναι ἄdρας ’ς τὰ γεμᾶτα (εἶναι ἄνδρας καθὼς πρέπει) αὐτόθ. ᾽Επόθαιναν ’ς τὰ γεμᾶτα οἱ ἀθρῶποι (ἀπέθνῃσκον πολλοὶ) Μύκ. Σπέρνω γεμᾶτα (σπείρω πυκνὰ) Σκῦρ. Ἤρεσέ τζη ’ς τὰ ’εμᾶτα (τῆς ἤρεσκε πάρα πολὺ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τ’ς ἐρρίχτηκε ’ς τὰ ’εμᾶτα (τῆς ἐπετέθη ἐρωτικῶς μὲ ὁρμὴν καὶ ἐπιμονὴν) αὐτόθ. Ἤβαλε ’ς τὸ νοῦ dου νὰ παdρευτῇ ’ς τὰ ’εμᾶτα (ἐσκέφθη νὰ ὑπανδρευθῇ ἄνευ ἀναβολῆς) αὐτόθ. Τὰ χρειάστηκε ’ς τὰ γεμᾶτα (ἐφοβήθη πολὺ) Νουμᾶς 137, 4. Βλέπει ’ς τὰ γεμᾶτα Γ.Ψυχάρ., Ταξίδ., 187. Ἔχει νὰ ζήσῃ ’ς τὰ γεμᾶτα (ἔχει νὰ ζήσῃ μὲ ἄνεσιν) Ι.Δραγούμ., Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην., 122. Κοροϊδία ’ς τὰ γιˬομᾶτα (πλήρης κοροϊδία, ἐμπαιγμὸς) Κ.Μπαστ., Ἁλιευτ., 128. Φουχτώνω ’ς τὰ γιˬομᾶτα (λαμβάνω τι διὰ τῆς χειρὸς πλήρως, καλύπτω τι διὰ τῆς παλάμης). Τ.Μαυροκέφαλ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. φρ. φουχτώνω ’ς τὰ γιˬερὰ-’ς τὰ καλά. Γλεντᾶνε ’ς τὰ γιˬομᾶτα (διασκεδάζουν μὲ πολλὴν διάθεσιν) Λεξ. Πρω. Δημητρ. || ᾌσμ. -᾿Ανάθεμά σε, ταbουρᾶ, γιˬὰ δὲ βαρεῖς γιομᾶτα; -Βάλε μου τέλιˬα δυνατὰ καὶ βάρει ’ς τὰ γιˬομᾶτα Ἤπ. (Πάργ.) Ἀγάπα με θεοτικὰ καὶ μίλε͜ιε μου γεμᾶτα καὶ μέσ’ ’ς τὸ gόσμο τὸ bολύ, μὴ μὲ θωρῇς ’ς τὰ μάθιˬα Κρήτ. Ἀνάθεμα τὰ χέριˬα μου καὶ νὰ τὰ φά’ ἡ πάκα, ποὺ δὲ σ’ ἐβάστου δυνατά, νὰ σὲ φιῶ ’εμᾶτα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)-Ποίημ. Μοῦ τρέχουνε τὰ σάλιˬα ’ς τὰ γιˬομᾶτα Α.Λασκαρᾶτ., ἔνθ’ ἀν. 2) Ὡς ναυτ. ὅρος, πλησιστίως, οὐρίως, μὲ στροφὴν τοῦ πλοίου πρὸς τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Μεγίστ. Προπ. (Κύζ.) Σύμ.- Ν.Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 Α.Μαμμέλ., Σκοπ., 63 Α.Παπαδιαμ., Χριστούγ. τεμπέλη, 118-Λεξ. Δημητρ.: «Ἀλλ’ εἰς τὸ πέλαγος τὸ νὰ συμπλέωσι δύο ἱστιοφόρα εἶναι δύσκολον πρᾶγμα, διότι ἐνῷ τὸ ἓν εὑρίσκει τὸν ἄνεμον δευτερόπρυμνα ἢ πηδαλιουχεῖ γεμᾶτα ἢ κάμνει βόλτες, τὸ ἄλλο πέφτει εἰς καραντὶ» Α.Παπαδιαμ., ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Τὸ καράβι ἔτρεχε ’ς τὰ γεμᾶτα (τὸ πλοῖον ἔπλεε πλησίστιον, ταχέως) Ἄνδρ. Ἔλα γεμᾶτα (στρέψον τὸ πλοῖον πρὸς τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου) Μεγίστ. Ἀντίθ. φρ. Ἔλα ὄρτσα. Ἀρμενίζω γεμᾶτα (πλέω πλησίστιος) Λεξ. Βυζ. || ᾌσμ. Ὄρτσα νὰ πάω, χάνομαι· γεμᾶτα, δὲ γλυτώνω, καὶ νὰ τὸ ρίξω ’ς τὴ στεριά, πάλι τὸ μετανο͜ιώνω Κρήτ. Ὄρτσα μιˬὰ κ’ ἔλα γιˬομᾶτα | γιˬὰ-τ-αὐτὴ τὴ μαυρομάτα Ἐπιβάτ.-Ποίημ. Σὰν κἄτι μαγικὸ | γεμᾶτα κατεβαίνει καράβι Ἑλληνικὸ Α.Μαμμέλ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/