γεμάτισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμάτισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμάτισμα τό, ἀμάρτ. γιˬομάτισμα Πελοπν. (Πιάν. Μεσσ.) γιˬουμάτ’σμα Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεματίζω.
Σημασιολογία
1)Ἡ κατὰ τὴν μεσημβρίαν παραμονὴ τῶν προβάτων εἰς σκιερὸν τόπον Πελοπν. (Μεσσ.) Συνών. μεσημέριˬασμα, ξεμεσημέριˬασμα, στάλος. 2) Τὸ κατὰ τὴν μεσημβρίαν ἄμελγμα τῶν προβάτων Θεσσ. (Καλαμπάκ.): Τὰ πρόβατα τώρα θέλουν γιˬουμάτ’σμα. 3) Τὸ πρωινὸν ἄμελγμα τῶν προβάτων Πελοπν. (Πιάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA