γέμιση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέμιση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γέμιση ἡ, πολλαχ. γέμ’σ’ Ἁλόνν. Ἄνδρ. (Κόρθ.) Θεσσ. (Καρποχώρ.) Λῆμν. Μακεδ. (Λιτόχ.) Σκίαθ. Στερελλ. (Ὑπάτ.) Ψαρ. γιˬόμιση Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ζάκ.Ἤπ. (Δρόπολ.) Ἰθάκ. Καστ. Μέγαρ. Νάξ. (Φιλότ.) Παξ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀναβρ. Ἀρκαδ. Γαργαλ. Γορτυν. Ἦλ. Κλειτορ. Κίτ. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Παππούλ. Τρίκκ. Χατζ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.)-Ι.Βενιζέλ., Παροιμ.2 163, 224-Λεξ. Βλαστ 283 γιˬόμ’σ’ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ.) διˬόμ’σ’ Στερελλ. (Τριχων.) ’έμιση Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεμίζω Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Διάφορα παρασκευάσματα ἢ καρυκεύματα, διὰ τῶν ὁποίων παραγεμίζονται ποικίλα ἐδέσματα, ὡς μικρὰ σφάγια, καρποὶ ἢ πλακοῦντες Ἀγαθον. Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κορινθ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Βάζομε τυρὶ καὶ μυζήθρα μαζὶ καὶ τὰ ζυμώνομε καὶ βάζομε τὴ γέμιση ’ς τὸ ζυμάρι καὶ τὰ φουρνίζομε ’ς τὸ φοῦρνο Ἀγαθον. Γιˬὰ τὴν πίττα βάζομε μιˬὰ ἀράδα φύλλο καὶ μιὰ ἀράδα γέμιση Ἀθῆν. Ἡ γέμιση τῆς γαλλοπούλας-τῆς ντομάτας-τῆς μελιντζάνας αὐτόθ. Ἔβαλες πολλὴ γέμιση ’ς τὶς ντομάτες καὶ δὲν ψηθήκανε καλὰ Κορινθ. Ἡ γέμιση τοῦ ψητοῦ Ἄνδρ. Ἁρμυρὴν dὴν ἤκαμες τὴγ-γέμισην d’ ἀρνιοῦ Κῶς. Νόστιμη πού ’ν’ ἡ γέμιση τοῦ φουρνιστοῦ σας! ( φουρνιστοῦ=ἀμνοῦ ψηθέντος εἰς τὸν φοῦρνον ἐντὸς πηλίνου δοχείου στεγανῶς κεκλεισμένου) αὐτόθ. Μέσ’ ’ς τὴγ-γέμιση βάλ-λουσιν ταὶ πιπέριγ-γιˬὰ νὰ νοστιμίσῃ αὐτόθ. ’Éμιση βάνομε dὸ Μεγάο Σαββάτο μέσ’ ’ς τὸ ρίφι καὶ τ’ς Ἀπόκριˬες μέσ’ ’ς τὴ gοιλιˬὰ καὶ μέσ’ ’ς τὸ dουρᾶ τοῦ χοίρου (’ς τὸ dουρᾶ=εἰς τὸ παχὺ ἔντερον) Ἀπύρανθ. Νηστήσιμη γέμιση Λεξ. Δημητρ. Συνών. γέμισμα 1β, γέμος 1, γέμωση 1. 2) Τὰ πυρομαχικά, τὰ τιθέμενα εἰς τὸν σωλῆνα τοῦ πυροβόλου ἢ εἰς τὴν κάννην τοῦ ὅπλου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)-Λεξ. Δημητρ.: Τὸ dουφέκι γιˬὰ νὰ κρόῃ καλά, πρέπει νὰ dοῦ πιτύχῃς τὴ γιˬόμιση Κίτ. Μάν. Συνών. γεμίδι 2, γεμωσιά 2. 3) Ἡ περίοδος, καθ᾿ ἣν ἡ σελήνη βαίνει ἀπὸ τῆς νουμηνίας πρὸς τὴν πανσέληνον πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.): Ἡ γιˬόμιση τοῦ φεγγαριˬοῦ πολλαχ. Τὸ φεgάρι εἶναι ’ς τὴ γέμιση Νάξ. (Φιλότ.) ’Σ τὴ γιˬόμιση θὰ τὰ κόψουμε τὰ ξύλα Ἰθάκ. ’Σ τὴ γιˬόμιση τοῦ φεgαριˬοῦ νὰ κόψῃς τὰ κεπαρίσσα Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸ φεγγάρι εἶναι καλὸ καὶ κατάκαλο ’ς τὴ γιˬόμιση Πελοπν. (Κλειτορ.) Γιˬὰ νὰ βάλουμι κλῶσσα, πρέπ’ νά ’ι γιˬόμ’σ’ τ’ φιγγαργιˬοῦ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τὰ καπόνιˬα τὰ καπονιˬάζουν ’ς τ’ γιˬόμ’σ’ τ’ φιgαριˬοῦ (καπόνιˬα= εὐνουχισμένοι ἀλέκτορες) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Μὲ τὴ γέμιση φύτευγε Σίφν. ’Σ τὴγ-γέμισην dοῦ φεγγαριˬοῦ οἱ ἀσινιˬοί ’ναι γεμᾶτοι χαλιˬὰ (ὅταν ἡ σελήνη εἶναι πλησιφαής, οἱ ἐχῖνοι τῆς θαλάσσης εἶναι πλήρεις ᾠῶν) Μεγίστ. Τὸ φεγγάι ἔι ὰ γιˬόμιση, ἔι τεῖρ ἁμεροῦ (τὸ φεγγάρι εἶναι εἰς τὴν γέμισιν, εἶναι τριῶν ἡμερῶν) Πραστ. || Φρ. ’Σ τὴ χάσ’ κὶ ’ς τ’ γιˬόμ’σ’ (κατ’ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Σ τὴ χάσ’ κὶ ’ς τὴ διˬόμ’σ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Τριχων.) Κάθε χάση καὶ γιˬόμιση (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Παξ. Συνών. φρ. βλ. ἐν λ. γέμος 5, γέμωση 3, || ᾌσμ. ’Σ τὴ γέμιση τοῦ φεgαριˬοῦ ἄλλο δεdρὶ δὲ bιˬάνει, μόν’ τσῆς ἀγάπης τὸ δεdρὶ ρίζες καὶ κλῶνοι κάνει Προπ. (Μαρμαρ.) Τοῦ φεgαριˬοῦ τσῆ γέμισης μο͜ιάζει τὸ πρόσωπό σου καὶ σὰ dὸ ρόδο τοῦ Μαγιˬοῦ εἶναι τὸ μάγουλό σου Κρήτ. Συνών. γέμισμα 6, γέμος 5, γέμωση 3, γέμωσμα 5, δεκαπέντισμα, φέξη. Ἀντίθ. ἀπόχυση 2, λίγος, λίγωση, χάση, χασοφεγγαριˬά, χασοφεγγιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/