γεμωσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμωσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεμωσιˬὰ ἡ, Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ. γεμωὰ Κύπρ. γιˬομωὰ Κύπρ. γεμωσκιˬὰ Μῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέμωση καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1)Γέμωση 2, ὃ ἰδ., Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ.: Γιˬὰ γιˬομωὲς βάλ-λουν πετροῦδες ἢ χαλίτα Κύπρ. Κοντά του τείνου ἐπῆα τ’ ἐγιˬὼ γεμωὰν (μαζί του ἐπῆγα καὶ ἐγὼ ὡς συμπλήρωμα) αὐτόθ. 2)Γέμιση 2, ὃ ἰδ., Μῆλ.: Ἔχω τέσσερες γεμωσκιˬὲς ἀσκάγιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/