γενε͜ιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενε͜ιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γενε͜ιάζω Κρήτ. Μύκ. Σέριφ. Σῦρ.-Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργα 3, 223-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ. 446 Πρω. Δημητρ. γενε͜ιάζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γινε͜ιάζου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Τῆν. ’ενε͜ιάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γενειάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1)Ἐκφύω τρίχας εἰς τὸ πρόσωπον, φθάνω εἰς ἀνδρικήν ἡλικίαν Πέλοπν. (Κίτ. Μάν.)- Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.: Δὲν ἔναι μικρός, ἐγένε͜ιασε τώρα Κίτ. Πβ. καὶ Ἰατροσόφ. 16ου αἰ., Ἀθηνᾶ 43 (1931), 161 «εἰς τὸ πρόσωπον ὅταν γενειάζῃ». β) Ἀποκτῶ τρίχας εἰς τὸ πρόσωπον μετὰ τὸ ξύρισμα, εἶμαι ἀξύριστος Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Μὰ ’ιˬάdα καὶ δὲν ξυρίζεσαι, μόνο ’ένε͜ιασες κ’ εἶσαι σὰν ἀχινός; Ἀπύρανθ. Ἤτανε γενε͜ιασμένος καὶ ἀχτένιστος Κίτ. Μάν. 2)Ἐπὶ φυτοῦ, ἐκφύω ριζίδια Μύκ. Σέριφ. Σῦρ. Τῆν. (Ἰστέρν.): Τὸ φυτὸ γενε͜ιάζει Μύκ. Γινε͜ιάζ’ ἡ καταβουλάδα Ἰστέρν. β)᾿Επὶ ἀναρριχητικῶν φυτῶν, ἐκφύω ριζίδια δι’ ὧν προσκολλῶμαι ἐπὶ τῶν δένδρων Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.)-Ἀ.Βαλαωρ., ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Δημητρ.: Ὁ κισσὸς γενε͜ιάζει Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Ὅπου ἀπαντήσῃ ριζιμιˬὸ κιˬ ὅπου εὕρῃ χαραμάδα γενε͜ιάζει ἐκεῖ βαθε͜ιὰ βαθε͜ιὰ κ’ ὑφαίνει τὸν πλοκό του ἀδιˬάβατη γεροβολιˬά, πυκνὴ κιˬ αἰώνιˬα φράχτη (ὁ κισσὸς) Ἀ.Βαλαωρ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/