γενιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γενιˬάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κέρκ. Πελοπν. (Γαργαλ.) γινιˬάζου Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενιˬά.

Σημασιολογία

1) Ἀποκτῶ γενεάν, ἀπογόνους Κέρκ.: Τέτο͜ια ζῶα γενιˬάζοdαι εὔκολα. β) Ἐπὶ ὀρνίθων γεννῶ ᾠὰ Πελοπν. (Γαργαλ.): Δὲ γενιˬαστήκανε ἀκόμα οἱ πουλλακίδες μου 2) Γίνομαι συγγενής τινος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/