γεννημασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννημασία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεννημασία ἡ, Πόντ. (Χαλδ.) γεννεμασία Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) γεννημασέα Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Χαλδ.) γεννεμασέα Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέννημα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ασία. Ὁ τύπ. γεννημασέα διὰ μεταπλασμὸν κατὰ τὰ εἰς -έα. Βλ. Ἀ.Παπαδόπ., Ἀρχ. Πόντ. 15 (1950), 6.
Σημασιολογία
Τέκνον, γόνος ἔνθ’ ἀν.: Κακὸν γεννεμασία Κερασ. Τραπ. Χαλδ.: Σκύλλ-γαϊδάρ’- δβόλ’-τσούνας γεννεμασέα (τσούνας=σκύλλας· ὑβριστικῶς, γέννημα, γόνε, τέκνον σκύλλας, γαϊδάρου, διαβόλου) Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. || Ἆσμ. Ἀνάθεμά σε κύλλ’ κουτάβ’, γαϊδάρ’ γεννημασέαν ἐμάτσα σε τὸ φίλεμαν καὶ τὰ σκοτεινασέας (ἐμάτσα=ἔμαθα) Ἴμερ. Συνών. γέννα 5, γέννημα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA