γερακάγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερακάγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γερακάγι τό, Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -άγι, δι᾿ ἣν ἰδ. Στ. Καρατζᾶ, Ὑποκορ. Κύμ., 46.
Σημασιολογία
Εἶδος μικροσώμου ἱέρακος. Συνών. γερακάκι, γεράκι 2, γερακόπουλο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Εὔβ. (᾽Επισκοπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA