γερακιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερακιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γερακιˬὰ ἡ, Λεξ. Βλαστ. 452 Δημητρ. ἀερατὰ Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Ἡ φωλεὰ τοῦ ἱέρακος Μεγίστ. Συνών. γερακοφωλιˬὰ 1. 2) Ὑψηλὸς καὶ ἀπότομος βράχος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱέραξ κατασκευάζει τὴν φωλεάν του Μεγίστ.: Ἴσα μὲ τὶς ἀερατὲς ἀνέβηκα να κόψω χόρτα. 3) Εἶδος υποστέγου, προχείρως κατασκευαζομένου ἐκ κλάδων, ἐφ᾽ ὧν γίνεται ἐπίστρωσις ξηρῶν χόρτων ἤ ἐκ τεμαχίων σανίδων ἤ τεμαχίων λευκοσιδήρου. Λεξ. Δημητρ. Συνών. δραγατιˬά. 4) Γεράκι 5, ὃ ὶδ. Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. γερακόχορτο. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύριον γυναικὸς Θεσσ. (Τρίκερ.), ὡς ὄν. κυνὸς Κάρπ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γερακιˬὰ Κάσ. Κίμωλ. Πελοπν. (Πυλ.) Χίος Γερακιˬὰ Θεσσ. (Πήλ.) Λῆμν. ’Ερακιˬὰ Κάρπ. Γερατσὲς Κύπρ. ’Αερατσὲς Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA